τοποσκόπιο

τοποσκόπιο
το, Ν
ιατρ. ηλεκτρονική συσκευή για την απόδοση και καταγραφή τού ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος υπό μορφή διαφορετική από την παραδοσιακή, η οποία επιτρέπει ενημέρωση για τον βαθμό διαχύσεως τής ηλεκτρικής δραστηριότητας και για την ταχύτητα διαδόσεως της, καθώς και τη διαπίστωση διαγνωστικών χωροχρονικών συσχετισμών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”